κυστεΐνη

κυστεΐνη
Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα -SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2-αμινο-3-μερκαπτο-προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη (δισουλφίδιο, το οποίο σχηματίζεται από δύο μόρια κ. και περιέχει μία ομάδα -S-S-). Η κ. αποτελεί συστατικό σχεδόν όλων των πρωτεϊνών, όπου συναντάται και με τη μορφή της κυστίνης, σχηματίζοντας τις ονομαζόμενες γέφυρες θείου, οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη δομή των πρωτεϊνών. Ο μετασχηματισμός της κ. σε κυστίνη είναι αμφίδρομος και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον σε πολλά οξειδωτικά φαινόμενα των ζωντανών οργανισμών. Η κ. ανήκει στα μη απαραίτητα αμινοξέα, εφόσον μπορεί να συντεθεί στον οργανισμό από το αμινοξύ μεθειονίνη, ενώ συναντάται σε υψηλές ποσότητες στις πρωτεϊνούχες τροφές. Στον ανθρώπινο οργανισμό η κ. βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στην πρωτεΐνη β-κερατίνη, η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό του δέρματος, των νυχιών και των τριχών. Απαιτείται, επίσης, για τη σύνθεση του αμινοξέος ταυρίνη και είναι συστατικό του αντιοξειδωτικού γλουταθειόνη. Η κ. συμμετέχει στον μεταβολισμό πολλών βιοχημικών ενώσεων, όπως το συνένζυμο Α, η ηπαρίνη, η βιοτίνη κ.ά. Μπορεί να μετασχηματιστεί σε γλυκόζη και να χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας. Επιπλέον, ενισχύει την προστατευτική επένδυση του στομάχου και των εντέρων, αποτρέποντας την επιβλαβή δράση πολλών φαρμάκων, και παίζει σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και στη σωστή λειτουργία του· αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο συναντάται σε χαμηλά επίπεδα σε ανθρώπους μολυσμένους από τον ιό του AIDS.
* * *
η
χημ. αμινοξύ που αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά τών πρωτεϊνών και που, με οξείδωση, δίνει την κυστίνη, αλλ. θειοαλανίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cysteine (< cystine < cyst- [βλ. κυστε(ο)-] + κατάλ. -ine) + κατάλ. -eine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυσταθειονίνη — η (βιοχ.) οργανική χημική ένωση που προέρχεται από την κυστεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cystathionine, προϊόν συμφυρμού τών cysteine + methionine] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλοθειονίνη — ἡ (βιοχ.) πρωτεΐνη πλούσια σε κυστεΐνη που απομονώθηκε από τον νεφρό, το ήπαρ και το έντερο και η οποία έχει μεγάλη χημική συγγένεια με τα μέταλλα …   Dictionary of Greek

  • ομοκυστεΐνη — η (βιοχ.) αμινοξύ τού οποίου η εναντιομερής μορφή L παίζει τον ρόλο δότη τής ομάδας θειολη SH κατά τον βιοχημικό σχηματισμό τής σερίνης σε κυστεΐνη …   Dictionary of Greek

  • βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”